σιδηρολιθικός

σιδηρολιθικός
-ή, -ό, Ν [σιδηρόλιθος]
1. (μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόλιθο
2. γεωλ. χαρακτηρισμός σχηματισμού ερυθρών αργίλων με σιδηρούχα συγκρίματα τα οποία προέρχονται από πολύ παλαιά εδάφη και αποτελούν πηγές απόληψης σιδήρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”